τυραννικῶν

τυραννικῶν
τυραννικός
of
fem gen pl
τυραννικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γέλα — Πόλη (79.058 κάτ. το 2000) της Ιταλίας, στη νότια Σικελία, που υπάγεται διοικητικά στον νομό Καλτανισέτα (2.101 τ. χλμ., 274.402 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στη μεσογειακή ακτή, μεταξύ των ακρωτηρίων Σκαράμια και Σαντ’ Άντζελο, εκεί όπου η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • Μακιαβέλι, Νικολό — (Nicholo Machiavelli, Φλωρεντία 1469 – 1527). Ιταλός συγγραφέας. Το 1498 διορίστηκε γραμματέας της δεύτερης καγκελαρίας της Φλωρεντινής Δημοκρατίας, θέση που του επέτρεψε να αποκτήσει διοικητική και πολιτική πείρα. Διπλωματικές αποστολές τον… …   Dictionary of Greek

  • Μπουαγιέ, Ζαν — (Jean Boyer, 1776 – 1850). Αϊτινός πολιτικός, πρόεδρος της δημοκρατίας της Αϊτής την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης. Είχε σπουδάσει στο Παρίσι και διακρίθηκε στην πατρίδα του για τις στρατιωτικές αρετές και το πνεύμα του. Γρήγορα έφτασε στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”